Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολύτροπος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πολύ-τροπος, -ον (τρέπω), I. αυτός που πηγαίνει σε πολλά μέρη, πολυταξιδεμένος, περιπλανώμενος πολύ, Λατ. multum jactatus, λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. στρεφόμενος προς πολλές διευθύνσεις, πολύποδας, σε Θέογν. 2. μεταφ., εύστροφος, πανούργος, δόλιος, λέγεται για τον Ερμή, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· τὸ πολύτροπον τῆς γνώμης, ευστροφία πνεύματος, σε Θουκ. III. ποικίλος, πολυμερής, σε Θουκ.· λέγεται για ασθένειες και για πόλεμο, ευμετάβολος, πολύπλοκος, σε Πλούτ.· επίρρ. -πως, με πολλούς τρόπους, σε Κ.Δ.