Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολύς"

Βρέθηκαν 34 λήμματα [1 - 20]
πολύς, πολλή, πολύ, γεν. πολλοῦ, -ῆς, -οῦ, δοτ. πολλῷ, -ῇ, -ῷ· αιτ. πολύν, πολλήν, πολύ· Ιων. ονομ. πολλός, , -όν, αιτ. πολλόν, -ήν, -όν· η Ιων. κλίση αυτή διατηρήθηκε στην Αττ. σε όλες τις πτώσεις, εκτός από την ονομ. και αιτ. πληθ. και ουδ. Ο Όμηρ. χρησιμ. από κοινού Ιων. και Αττ. τύπους. Ιδιαίτεροι επικοί τύποι· πουλύς, , γεν. πόλεος, πληθ. ονομ. πολέες, πολεῖς, γεν. πολέων, δοτ. πόλεσι, πολέσσι, πολέεσι, αιτ. πολέας. I. 1. λέγεται για αριθμό, πολλοί, αντίθ. προς το ὀλίγος, σε Όμηρ. κ.λπ.· με ονόματα που δηλώνουν πλήθος, πουλύς, ὅμιλος, σε Ομήρ. Οδ.· πολλὸν πλῆθος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για οτιδήποτε επαναλαμβάνεται συχνά, πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος, στον ίδ.· πολλὸς αἰνεόμενος, στον ίδ.· τούτῳ πολλῷ χρήσεται τῷ λόγῳ, συχνά σε Δημ. 2. λέγεται για μέγεθος, βαθμό, δύναμη, πολύς, μεγάλος, ισχυρός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πολὺς ὕπνος, ο βαθύς ύπνος, σε Ομήρ. Οδ.· πολὺς ὑμέναιος, το τραγούδι μεγάλης διάρκειας και έντασης σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· σπανίως λέγεται για ένα μόνο πρόσωπο, μέγας καὶ πολλὸς ἐγένεο, σε Ηρόδ.· ἢν πολλῇ ῥυῇ, εάν ρεύσει με την πλήρη ροή, μεταφ. λέγεται για ποτάμι, σε Ευρ.· πολλῷ ῥέοντι, σε Δημ.· λέγεται για τον άνεμο, πολὺς ἔπνει, φυσούσε δυνατά, στον ίδ.· συχνά με μτχ., πολλὸς ἦνλισσόμενος, ήταν όλος παρακάλια, Λατ. multus erat in precan do, σε Ηρόδ.· ομοίως, πολὺς ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι, στον ίδ. κ.λπ. 3. λέγεται για την αξία ή σπουδαιότητα ενός πράγματος, πολέος ή πολλοῦ ἄξιος, σε Όμηρ.· πολλοῦ και περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, Λατ. magni facere, πρβλ. περὶ Α. IV ἐπὶ πολλῷ, σε μεγάλη τιμή, σε Δημ. 4. λέγεται για χώρο, μεγάλος, μακρύς, εκτεταμένος, πολλὴ χώρη, πεδίον, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· πόντος, πέλαγος, σε Ησίοδ. κ.λπ.· πολλὸς ἔκειτο, ξάπλωσε καταλαμβάνοντας μεγάλη έκταση, σε Ομήρ. Ιλ.· πολλὴ κέλευθος, μακρύς δρόμος, σε Αισχύλ. κ.λπ. 5. λέγεται για χρόνο, μακρύς, πολὺν χρόνον, σε Όμηρ. κ.λπ.· πολλοῦ χρόνου, σε Αριστοφ.· ἐκ πολλοῦ, σε Θουκ.· ἔτι πολλῆς νυκτός, Λατ. multa nocte, ενώ ήταν ακόμα μεγάλη η διάρκεια της νύχτας, στον ίδ. II. Ειδικότερες χρήσεις· 1. επιμεριστικό με γεν., π.χ. πολλοὶ Τρώων αντί πολλοὶ Τρῶες, σε Ομήρ. Ιλ.· πολλὸν σαρκός αντί πολλὴ σάρξ, σε Ομήρ. Οδ.· στον πεζό λόγο, το επίθ. γενικά παίρνει το γένος της γενικής, τῆς γῆς οὐ πολλήν, σε Θουκ. 2. μαζί με άλλο επίθ. μέσω του καί, πολέες τε καὶ ἐσθλοί, πολλοί και καλοί άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· πολλὰ καὶ πονηρά, σε Ξεν.· μεγάλα καὶ πολλά, σε Δημ. 3. α) με το άρθρο, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα πολύ γνωστά, Ἑλένα μία τὰς πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ', εκείνες τις πολλές ψυχές, σε Αισχύλ.· ὡς ὁ πολλὸς λόγος, η κοινή φήμη, σε Ηρόδ.· ιδίως, οἱ πολλοί, οι πολλοί, δηλ. ο μεγαλύτερος αριθμός, οι περισσότεροι, σε Θουκ.· απ' όπου, όπως το πλῆθος, οι άνθρωποι, το κοινό, στον ίδ.· εἰς τῶν πολλῶν, ένας από το κοινό πλήθος, σε Δημ. β) τὸ πολύ με γεν., τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν, σε Ηρόδ.· τῶν λογάδων τὸ πολύ, σε Θουκ.· αλλά επίσης, ὁ στρατὸς ὁ πολλός, σε Ηρόδ. γ) τὰ πολλά, τα περισσότερα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 4. ο πληθ. πολλά χρησιμοποιείται με ρήματα με σημασία του πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ, πολλὰπράσσειν = πολυπραγμονεῖν, σε Ευρ., Αριστοφ.· πολλὰ ἔρξαι τινά, κάνω σε κάποιον μεγάλο κακό, σε Αισχύλ. 5. πολλάς, με ρήματα που σημαίνουν πλήγμα, χτύπημα, το ουσ. πληγάς παραλείπεται, βλ. πληγή I. III. 1. επιρρ. χρήσεις· α) ουδ. πολύ (Ιων. πολλόν), πολλά, πάρα πολύ, πολύ, σε Όμηρ. κ.λπ.· μάχα πολλά, στο ίδ.· πάνυ πολύ, σε Πλάτ.· επίσης χρησιμοποιείται με τη σημασία της συχνής επανάληψης, πολλές φορές, πολλάκις, συχνά, πολύ, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με άρθρο, τὸ πολύ για το μεγαλύτερο μέρος, σε Πλάτ.· ὡς τὸ πολύ, σε Ξεν.· ομοίως, τὰ πολλά, ὡς τὰ πολλά, σε Θουκ. β) λέγεται για βαθμό, πολύ, πάρα πολύ, σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ. γεν., πολλοῦ, πολύ, θρασὺς εἶ πολλοῦ, σε Αριστοφ.· πολλοῦ πολύς, πολλοῦ πολλῆ, πολλοῦ πολύ, πάρα πολύ, στον ίδ. γ) λέγεται για διάστημα, η μεγάλη απόσταση, πολύ μακριά, οὐπολλόν, σε Ηρόδ. κ.λπ. δ) λέγεται για χρόνο, μακρύς, στον ίδ. 2. πολύ συχνά μαζί με επίθ. και επίρρ., α) με συγκρ. για να επιτείνει τη συγκρ. δύναμη, πολὺ κάλλιον, μεῖζον, πολλὸν ἀμείνων, παυρότεροι, πολύ, μακράν πιο όμορφοι κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, δοτ. πολλῷ, πολύ, σε Ηρόδ. κ.λπ. β) με υπερθ., πολὺ πρῶτος, πολλὸν ἄριστος, μακράν ο πρώτος κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, πολλῷ πλεῖστοι, σε Ηρόδ. γ) στην Αττ. με θετικό βαθμό, ὦπολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ' αὖ σοφή, σε Αισχύλ. IV. με πρόθ., 1. διὰ πολλοῦ, σε μεγάλη απόσταση, βλ. διὰ Α. II. 2. 2. ἐκ πολλοῦ, από μεγάλη απόσταση, σε Θουκ.· για μεγάλο χρονικό διάστημα, βλ. ἐκ II. 1. 3. ἐπὶ πολύ, α) για μεγάλο διάστημα, μακριά, οὐκ ἐπὶ πολλόν, σε Ηρόδ. β) για μακρύ χρόνο, για πολύ, σε Θουκ. γ) σε μεγάλη έκταση, ὡς ἐπὶ πλεῖστον, πολύ γενικά, σε Θουκ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, για το μεγαλύτερο μέρος, στον ίδ. 4. παρὰ πολύ, κατά πολύ, βλ. παρά Γ. 1. 5. 5. περὶ πολλοῦ, βλ. ανωτ. I. 3. V. συγκρ. πλείων, πλέων· υπερθ. πλεῖστος, βλ. αυτ.
πολῠσαρκία, , παχυσαρκία, μεγάλο πάχος, σε Ξεν.
πολύ-σαρκος, -ον (σάρξ), πολύ σαρκώδης, σε Αριστ.
πολῠ-σέβαστος, -ον, το Λατ. augustissimus, σε Ανθ.
πολύ-σεμνος, -ον, εξαιρετικά σεμνός, σε Ανθ.
πολῠ-σημάντωρ, -ορος, , αυτός που δίνει εντολές στους πολλούς, σε Ομηρ. Ύμν.
πολῠ-σῐνής, -ές (σίνομαι), πολύ βλαβερός, ολέθριος, σε Αισχύλ.
πολῠ-σῑτία, , αφθονία σε σιτάρι ή τροφή, σε Ξεν.
πολύ-σῑτος, -ονI. άφθονος σε σιτάρι, σε Ξεν. II. πλήρως τρεφόμενος, γεμάτος τροφή, σε Θεόκρ.
πολύσκαλμος, -ον, αυτός που έχει πολλά κουπιά, σε Ανθ.
πολύ-σκαρθμος, -ον (σκαίρω), αεικίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.
πολύ-σκηπτρος, -ον (σκῆπτρον), αυτός που κυβερνά πολλούς, σε Ανθ.
πολυ-σπᾰθής, -ές (σπάθη), πυκνά υφασμένος, με πυκνή πλέξη, σε Ανθ.
πολύσπαστος, -ον (σπάω), αυτός που σύρεται από πολλά σχοινιά· πολύσπαστον, τό, σύνθετη τροχαλία, σε Πλούτ.
πολυ-σπερής, -ές (σπείρω), αυτός που εξαπλώνεται τριγύρω, σε Όμηρ., Ησίοδ.
πολύ-σπλαγχνος, -ον, αυτός που έχει μεγάλη ευσπλαγχνία, σε Κ.Δ.
πολύ-σπορος, -ον (σπείρω), εξαιρετικά καρποφόρος, πολύ γόνιμος, σε Ευρ.
πολυ-στάφῠλος[ᾰ], -ον, πλούσιος σε σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
πολύ-στᾰχυς, , πλούσιος σε στάχυα σταριού, σε Θεόκρ.
πολύ-στεγος, -ον (στέγη), α υτός που έχει πολλές στέγες, σε Στράβ.