Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολύρριζος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πολύρ-ριζος, -ον (ῥίζα), αυτός που έχει πολλές ρίζες, σε Ανθ.