Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολύπους"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πολύπους, , , ουδ. -πουν· αιτ. αρσ. πολύποδα· πληθ. ουδ. πολύποδα· αυτός που έχει πολλά πόδια, σε Σοφ., Πλάτ.
πολύπους, κυρίως πουλύπους, -οδος, (ο τύπος πολύπους είναι μεταγεν.ονομ. πουλύπους, αιτ. -πουν, γεν. πουλύποδος· πληθ., ονομ. πουλύποδες· αιτ. -ποδας· γεν. πουλυπόδων· ποιητ. επίσης, πολύπους, αιτ. -πουν και -ποδα· πληθ. -ποδες, αιτ. -πους, -ποδας· ο θαλάσσιος πολύποδας ή το χταπόδι, Λατ. polupus (σε Ρήτ.), σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. κ.λπ.