Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολύπλοκος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πολύ-πλοκος, -ον (πλέκω), 1. πολύ μπερδεμένος, εξαιρετικά συνεστραμμένος, λέγεται για το κουλούριασμα των ερπετών, σε Ευρ.· λέγεται για τον πολύποδα, αυτός που έχει μπλεγμένα και συνεστραμμένα πόδια, σε Θέογν. 2. μεταφ., συνεστραμμένος, περίπλοκος, πολύπλοκος, σε Ευρ., Ξεν., Ανθ.