LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πολύκλαυστος"
- πολύ-κλαυστος ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον, I. πολύκλαυτος, σε Αισχύλ., Ευρ. II. Ενεργ., αυτός που θρηνεί πολύ, σε Μόσχ.