Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολυόμματος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πολυ-όμμᾰτος, -ον (ὄμμα), αυτός που έχει πολλά μάτια, σε Λουκ.