LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πολυδειράς"
- πολυ-δειράς, -άδος, ὁ, ἡ, (δειρή), αυτός που έχει πολλές κορυφές, σε Ομήρ. Ιλ.