Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολυάνωρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πολυ-άνωρ[ᾱ], -ορος, , , I. πολυάνθρωπος, πολυσύχναστος, σε Ευρ., Αριστοφ. II. γυνὴ πολυάνωρ, σύζυγος με πολλούς συζύγους, σε Αισχύλ.