Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολλαπλάσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πολλαπλάσιος[πλᾰ], , -ον, Ιων. -πλήσιος, , -ον (πολύς1. ο τόσες φορές πολύς, πολλές φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος..., στον ίδ., σε Πλάτ.· ομοίως με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ξεν.