Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πολιός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πολιός, , -όν και -ός, -όν, I. 1. γκρίζος, σταχτόχρωμος, ψαρός, λέγεται για τους λύκους, για τον σίδηρο, για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. α) κυρίως λέγεται για τα μαλλιά, γκρίζος ή ψαρομάλλης λόγω ηλικίας, σε Όμηρ.· πολιοί, γκριζομάλληδες άντρες, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., αἱ πολιαί (ενν. τρίχες), σε Πίνδ.· ἅμα ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, καθώς τα γκρίζα μαλλιά κατέβαιναν (δηλ. από τους κροτάφους στο πηγούνι), σε Αριστοφ.· πολιὸν δάκρυον ἐμβαλών, το δάκρυ ενός γέροντα, σε Ευρ. β) μεταφ., γκριζομάλλης, σεβάσμιος, στον ίδ. II. όπως το λευκός, φωτεινός, λαμπρός, καθαρός, γαλήνιος, σε Ησίοδ., Ευρ.