LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πολιτοφύλαξ"
- πολῑτο-φύλαξ[ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάσσει τους πολίτες· οἱ πολιτοφύλακες, στη Λάρισα, οι ανώτατοι άρχοντες, σε Αριστ.