LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πολιορκία"
- πολιορκία, Ιων. -ίη, ἡ, 1. πολιορκία, κατάκτηση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. μεταφ., πίεση ή ενόχληση, σε Πλούτ.