LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πολεμιστής"
- πολεμιστής, Επικ. πτολ-, -οῦ, ὁ (πολεμίζω),· I. πολεμιστής, μαχητής, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. κ.λπ. II. πολεμιστὴς ἵππος, πολεμικό άλογο, πολεμικός ίππος, σε Θεόκρ.