LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πολίτης"
- πολίτης[ῑ], -ου, ὁ, Ιων. πολιήτης, I. 1. μέλος πολιτείας ή κράτους (πόλις), πολίτης, ελεύθερος πολίτης, Λατ. civis, σε Ομήρ. κ.λπ. 2. όπως το Λατ. civis, συμπολίτης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 3. θεοὶ πολῖται = πολιοῦχοι, σε Αισχύλ.