Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ποιμήν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ποιμήν, -ένος, , κλητ. ποιμήν· I. ποιμένας ή βοσκός, σε Όμηρ.· μετά τον Όμηρ., πάντοτε βοσκός, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. II. μεταφ., ποιμένας των ανθρώπων, λέγεται για τον Αγαμέμνονα, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, αρχηγός, ηγέτης, σε Σοφ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).