LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ποικιλία"
- ποικῐλία, ἡ (ποικίλλω), I. σημάδι με πολλά χρώματα, πεποικιλμένο, κέντημα, σε Πλάτ.· στον πληθ., κομμάτια κεντήματος, σε Ξεν. II. 1. ποικίλη όψη, ποικιλότητα, σε Πλάτ. 2. ευστροφία, λεπτότητα, επιδεξιότητα, σε Δημ.