LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ποικίλλω"
- ποικίλλω, απαρ. αορ. αʹ ποικῖλαι, παρακ. πεποίκιλκα — Παθ. πεποίκιλμαι· (ποικίλος), I. 1. εργάζομαι με διάφορα χρώματα, κεντώ, εργάζομαι στην κεντητική τέχνη, σε Ευρ.· χορὸν ποίκιλλε, παρέστησε χορὸν με ιδιαίτερη τεχνική επιδεξιότητα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κεντώ ύφασμα, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ. II. γενικά, διαφοροποιώ, ποικίλλω, διαφέρω, σε Ευρ., Πλάτ.· λέγεται για το ύφος, εξωραΐζω, καλλωπίζω, σε Πίνδ.· μιλάω με γρίφους, σε Σοφ.