Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ποθεινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ποθεινός, , -όν και -ός, -όν (ποθέω), ο επιθυμητός, ποθητός, ιδιαίτερα αγαπητός, ιδίως, αν είναι απών ή χαμένος (βλ. πόθος), σε Τραγ.· ποθεινὸς ἦλθες, σε Ευρ.· ποθεινὰ δάκρυα, τα δάκρυα μετάνοιας, στον ίδ.· ποθεινὸς τοῖς φίλοις, σε Αριστοφ.· επίρρ., ποθεινοτέρως ἔχειν τινός, λαχταρώ πολύ ένα πράγμα, σε Ξεν.