Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ποδεών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ποδεών, -ῶνος, (πούς),· I. στον πληθ., τα σκληρά άκρα στο δέρμα των ζώων, που αποτελούνται από τα πόδια και την ουρά, δέρμα λέοντος ἀφημμένον ἄκρων ἐκ ποδεώνων, το δέρμα του λιονταριού που γαντζώνεται στον λαιμό κάποιου με τα νύχια, σε Θεόκρ. II. 1. στον ενικ., λαιμός ή στόμιο ασκού, που αποτελείται από ένα από τα άκρα, τα υπόλοιπα είναι συρραμμένα, σε Ηρόδ. 2. γενικά, κάθε στενό άκρο, λωρίδα γης, στον ίδ. 3. κατώτερη γωνία ιστίου, «πόδι» ιστίου, σε Λουκ.