Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ποδήρης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ποδ-ήρης, -ες (*ἄρω),· 1. αυτός που φτάνει στα πόδια· πέπλος, το ένδυμα που κατεβαίνει μέχρι τα πόδια, όπως στα αρχαία ελληνικά αγάλματα, σε Ευρ., Ξεν.· ποδήρης ἀσπίς, η μεγάλη ασπίδα που κάλυπτε το σώμα εντελώς από πάνω μέχρι τα πόδια, σε Ξεν.· στῦλος ποδήρης, ευθύς, στερεός κίονας, σε Αισχύλ. 2. τὰ ποδήρη, τα μέρη του σώματος γύρω από τα πόδια, δηλ. τα ίδια τα πόδια, στον ίδ.