LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ποίμνιον"
- ποίμνιον, τό, συγκεκ. αντί ποιμένιον = ποίμνη, I. κοπάδι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. II. μεταφ., λέγεται για τους ένθερμους οπαδούς, (τους μαθητές του Ιησού), σε Κ.Δ.