Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πνεῦμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πνεῦμα, -ατος, τό (πνέωI. 1. φύσημα, πνεύματα ἀνέμων, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· μόνο του, ο άνεμος, το ισχυρό φύσημα, σε Τραγ. κ.λπ. 2. μεταφ., θαλερωτέρῳ πνεύματι, με πιο ευνοϊκό αεράκι, σε Αισχύλ.· λύσσης πνεῦμα μάργῳ, στον ίδ.· πνεῦμα ταὐτὸν οὔποτ' ἐν ἄνδρασιν φίλοις βέβηκεν, ο άνεμος, η διάθεση συνεχώς αλλάζει ακόμα και ανάμεσα στους φίλους, σε Σοφ. II. 1. όπως το Λατ. spiritus ή anima, η ανάσα, η πνοή, σε Αισχύλ.· πνεῦμα βίου, η πνοή της ζωής, στον ίδ.· πνεῦμα ἀθροίζειν, παίρνω την ανάσα, σε Ευρ.· πνεῦμα ἀφιέναι, ἀνιέναι, μεθιέναι, παραδίδω το πνεύμα, στον ίδ.· πνεύματος διαρροαί, φλογέρα, στον ίδ. 2. αυτό που μυρίζεται, άρωμα, μυρωδιά, στον ίδ. III. πνεύμα, Λατ. afflatus, σε Ανθ.· θεία έμπνευση, σε Κ.Δ. IV.πνεύμα ανθρώπου, στο ίδ. V. το άϋλο ον, σε Κ.Δ.· λέγεται για το Άγιο Πνεύμα, τὸΠνεῦμα, Πνεῦμα Ἅγιον· επίσης για τους αγγέλους, στο ίδ.· λέγεται και για τα πονηρά πνεύματα, στο ίδ.
πνευμᾰτικός, , -όν, αυτός που ανήκει στο πνεύμα, ο πνευματικός, σε Κ.Δ.