Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πνεύμων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πνεύμων, στους μεταγεν. Αττ., πλεύμων, -ονος, (πνέω), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. pulmo, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· κυρίως στον πληθ., σε Τραγ.· πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων, σε Ευρ.