LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πνίγω"
- πνίγω[ῑ], μέλ. πνίξω, αόρ. αʹ ἔπνιξα — Παθ., μέλ. πνῐγήσομαι, αόρ. αʹ ἐπνίχθην, αόρ. βʹ ἐπνίγην [ῐ], παρακ. πέπνιγμαι· I. 1. πνίγω, στραγγαλιζω, σφίγγω τον λαιμό, σε Πλάτ.· παροιμ., ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ τί δεῖ ἐπιπίνειν; εάν το νερό μπουκώνει κάποιον, γιατί πρέπει κάποιος να πιει περισσότερο; σε Αριστ. — Παθ., πνίγομαι, ασφυκτιώ, σε Αριστοφ.· είμαι πλημμυρισμένος, πνιγμένος, σε Ξεν. 2. μεταφ., ενοχλώ, βασανίζω, σε Λουκ. II. μαγειρεύω μέσα σε σκεπασμένο σκεύος, βράζω ή ψήνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.