Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλῆκτρον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλῆκτρον, Δωρ. πλᾶκτρον, τό (πλήσσω), αυτό με το οποίο κάποιος χτυπά, 1. όργανο με το οποίο κρούει κάποιος τις χορδές της λύρας, πλήκτρο, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. κ.λπ. 2. αιχμή δόρατος, πλῆκτρον διόβολον, λέγεται για την αστραπή, σε Ευρ. 3. κεντρικό νύχι του πετεινού, Λατ. calcar, σε Αριστοφ. 4. κουπί ή κώπη, σε Ηρόδ.