Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλύνω[ῠ], Ιων. παρατ. πλύνεσκον· μέλ. πλυνῶ, Ιων. και Επικ. πλῠνέω· αόρ. αʹ ἔπλῡνα, Επικ. πλῡναΠαθ., μέλ. πλῠνοῦμαι, παρακ. πέπλῠμαι· I. 1. πλένω, καθαρίζω, κυρίως λέγεται για λινά και ενδύματα, (αντίθ. προς το λούομαι κάνω μπάνιο η το νίζω, πλένω τα χέρια ή τα πόδια), σε Όμηρ., Αττ. 2. καθαρίζω από τις ακαθαρσίες, από τους λεκέδες, σε Ομήρ. Οδ. II. (αργκό) πλύνειν τινά (καθώς λέμε) «τον έλουσε», «τον στόλισε», σε Αριστοφ., Δημ.