Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλόος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλόοςὁ, Αττ. συνηρ. πλοῦς· πληθ. πλοῖ· μεταγεν. έχουμε γεν. ενικ. πλόος, ως τριτόκλιτο· (πλέω), 1. πλους, πλεύση, ταξίδι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· πλοῦν στέλλειν, ποιεῖσθαι, σε Σοφ.· μῆκός ἐστι πλόος ἡμέραι τέσσερες, η διάρκειά του είναι ισοδύναμη με τέσσερις ημέρες ταξίδι, σε Ηρόδ. 2. καιρός ή ευνοϊκός άνεμος για πλεύση, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.· πλῷ χρήσασθαι, έχω ευνοϊκό, ούριο άνεμο, σε Θουκ. 3. παροιμ., δεύτερος πλοῦς, «ο επόμενος καλύτερος τρόπος» (εμπνευσμένο από την χρησιμοποίηση κουπιών όταν πέφτει ο αέρας), σε Πλάτ.