LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλόκος"
- πλόκος, ὁ (πλέκω)· I. βόστρυχος από μαλλιά, πλεξίδα, μπούκλα, σε Τραγ. II. στεφάνι ή στεφάνι λουλουδιών, πλόκοι σελίνων, βραβείο κατά τους Ισθμικούς αγώνες, σε Πίνδ.· μυρσίνης πλόκοι, σε Ευρ. κ.λπ.