Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλυνός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλῠνός, (πλύνωI. σκάφη, κάδος, δοχείο, στο οποίο έπλεναν τα βρόμικα ρούχα αφού τα πατούσαν πρώτα, σε Όμηρ. II. μεταφ., πλυνὸν ποιεῖν τινα = πλύνω II, σε Αριστοφ.