LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλοῦτος"
- πλοῦτος, ὁ (πιθ. από το πίμ-πλημι)· I. πλούτος, αγαθά, σε Όμηρ. κ.λπ.· πλοῦτος χρυσοῦ, ἀργύρου, αυτός που αποτελείται από χρυσό και άργυρο, σε Ηρόδ.· μεταφ., γᾶς πλοῦτος ἄβυσσος, λέγεται για ολόκληρη τη γη, σε Αισχύλ.· πλοῦτος εἵματος, στον ίδ. II. ως κύριο όνομα, Πλούτος, ο θεός του πλούτου, σε Ησίοδ.
- πλοῦτος, -εος, τό, = πλοῦτος, ὁ, σε Κ.Δ.