Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλούσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλούσιος, , -ον (πλοῦτος),· I. 1. πλούσιος, αυτός που έχει άφθονα αγαθά, εύπορος, πολυτελής, σε Ησίοδ., Θέογν., Αττ. 2. με γεν. πράγμ., πλούσιος σε κάτι, Λατ. dives opus, σε Ευρ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., σε Πλούτ. II. λέγεται για πράγματα, πολυτελής, άφθονος, πλούσιος, σε Σοφ., Ευρ. III. επίρρ. -ίως, σε Ηρόδ., Ευρ.