LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλοιάριον"
- πλοιάριον[ᾰ], τό, υποκορ. του πλοῖον, μικρό πλοίο, βάρκα, σε Αριστοφ., Ξεν.