LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλησιάζω"
- πλησιάζω, μέλ. -άσω, παρακ. πεπλησίᾰκα· (πλησίος)· I. φέρνω κοντά, τινά τινι, σε Ξεν. — Παθ., έρχομαι κοντά, πλησιάζω, τινί, σε Ευρ. II. 1. αμτβ. με Παθ. σημασία, απόλ., είμαι κοντά, σε Σοφ.· οδηγώ κοντά σε, πλησιάζω, με δοτ., σε Ξεν.· σπανίως με γεν., στον ίδ. 2. με δοτ. προσ., είμαι πάντοτε δίπλα, συναναστρέφομαι ή συσχετίζομαι, τῷ ἀνδρί, σε Σοφ.· γυναικί, σε Δημ.