Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλησίστιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλησ-ίστιος, -ον (πίμ-πλημι), I. αυτός που φουσκώνει τα πανιά, οὖρος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. II. Παθ., αυτός που έχει φουσκωμένα πανιά, σε Πλούτ.