Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλησίος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλησίος, , -ον (πέλας),· I. αυτός που βρίσκεται κοντά, εγγύς σε κάτι, με γεν. ή δοτ., πλησίοι ἀλλήλων ή ἀλλήλοισι, σε Όμηρ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται δίπλα, γειτονικός, ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. 1. επίρρ., πλησίον, Δωρ. πλᾱτίον = πέλας, κοντά, εγγύς, πλησίον, με γεν., σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ευρ. 2. με το άρθρο, ὁ πλησίον (ενν. ὤν), ο γείτονας κάποιου, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως στη Δωρ., ὁ πλᾱτίον, σε Θεόκρ.· επίσης με ουσ., ὁ πλησίον παράδεισος, σε Ξεν. III. συγκρ. πλησιαίτερος, υπερθ. -αίτατος, στον ίδ.· συγκρ. επίρρ. πλησιαιτέρω, σε Ηρόδ.· -αίτερον, σε Ξεν.· υπερθ. -αίτατα, στον ίδ.