Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλεονεκτέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλεονεκτέω, μέλ. -ήσω και -ήσομαι (πλεονέκτηςI. 1. έχω ή απαιτώ περισσότερα απ' όσα δικαιούμαι να απαιτήσω, αποκτώ ή έχω περισσότερα, είμαι άπληστος, υπερόπτης, αλαζόνας, σε Ηρόδ., Πλάτ.· επίσης κερδίζω ή έχω κάποιο πλεονέκτημα, χωρίς κάποια αρνητική σημασία, σε Θουκ., Ξεν. 2. με γεν. πράγμ., έχω ή απαιτώ περισσότερα από κάποιο πράγμα, έχω ή απαιτώ μεγαλύτερο μερίδιο, σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. με γεν. προσ., έχω ή κερδίζω πλεονέκτημα πάνω από κάποιον, τῶν ἐχθρῶν, σε Πλάτ. 2. με αιτ. προσ., εξαπατώ, λαμβάνω με απάτη, σε Μένανδρ., Κ.Δ.Παθ., εξαπατώμαι, σε Θουκ., Ξεν.