LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλεονέκτης"
- πλεον-έκτης, -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων· 1. αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο άπληστος, υπερόπτης, αλαζόνας, σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., λόγος πλεονέκτης, σε Ηρόδ.· υπερθ. πλεονεκτίστατος, σε Ξεν. 2. πλεονέκτης τῶν πολεμίων, αυτός που κερδίζει από τις αποτυχίες τους, στον ίδ.