Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλεκτός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλεκτός, , -όν (πλέκω), 1. πλεκτός, στριφτός, πεπλεγμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· πλεκταὶ στέγαι, οικήματα από πλεγμένα υλικά, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.· πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία, η πλεκτή εργασία της Αιγύπτου, δηλ. σχοινιά από βύβλο, σε Ευρ. 2. πεπλεγμένος, στεφανωμένος, ἄνθη, σε Αισχύλ.· στέφανος, σε Ευρ.