Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλείων"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πλείων και πλέων, , , ουδ. πλεῖον, πλέον, Αττ. επίσης πλεῖν· πληθ. πλείονες, πλέονες, Αττ. πλείους, Αττ. ουδ. πλείω· επ. πληθ. πλέες, αιτ. πλέας, δοτ. πλεόνεσσι· Ιων. και Δωρ. ουδ. πλεῦν, πληθ. πλεῦνεςσυγκρ. του πολύς, πιο πολύς, περισσότερος, λέγεται για τον αριθμό και για το μέγεθος, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὸν πλείω λογον, όλο τον επιπρόσθετο λόγο, σε Σοφ.· πλείω τὸν πλοῦν, το μεγαλύτερο μέρος από..., σε Θουκ. I. 1. λέγεται για χρόνο, μακρύτερος, πλείων χρόνος, σε Ηρόδ.· πλείων νύξ, το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με άρθρο, οἱ πλείονες, ο μεγαλύτερος αριθμός, όπως οἱ πολλοί, η μάζα ή το πλήθος, σε Όμηρ.· οἱ πλεῦνες, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., τὰς πλεῦνας τῶν γυναικῶν, στον ίδ.· οι πολλοί, το πλήθος, αντίθ. προς τους αρχηγούς, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸ πλεῖον πολέμοιο, το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, σε Όμηρ. III. Ειδικότερες χρήσεις του ουδ.· 1. ως ουσ., το πιο πολύ, πλεῦν ἔτι τούτου, σε Ηρόδ.· τὸ δὲ πλέον, το περισσότερο, αυτό που είναι πιο πολύ, σε Ευρ., Θουκ.· πλέον ή τὸ πλέον τινός, ο ανώτερος βαθμός ενός πράγματος, σε Σοφ.· τὸ πλέον τοῦ χρόνου, σε Θουκ.· πλέον ἔχειν, έχω το καλύτερο μέρος από κάτι, κερδίζω, υπερτερώ, στον ίδ.· επίσης, όπως το πλεονεκτέω με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, πλέον ποιεῖν, σε Πλάτ.· ἐς πλέον ποιεῖν, σε Σοφ.· οὐδὲν πλέον πράσσειν κ.λπ., σε Ευρ.· τί πλέον; τί περισσότερο; δηλ. ποια ωφέλεια ή χρησιμότητα έχει αυτό; σε Αριστοφ.· ομοίως, οὐδὲν ἦν πλέον, σε Δημ.· ἐπὶ πλέον ή ἐπίπλεον, ως επίρρ., πιο πολύ, περαιτέρω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· με γεν., πέραν, ἐπὶ τὸ πλέον τινὸς ἱκέσθαι, σε Θεόκρ.· πρβλ. περί Α. III. 2. α) ως επίρρ., περισσότερο, πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη, η γνώμη του έκλινε περισσότερο στο..., σε Ηρόδ.· επίσης, τὸ πλέον, Ιων. τὸ πλεῦν, για το μεγαλύτερο μέρος, κατά το πλείστον, στον ίδ. κ.λπ.· τὸ πλέον = μᾶλλον, σε Θουκ. β) με αριθμητικά, τοξότας πλέον ἢ εἴκοσι, σε Ξεν.· με αυτή τη σημασία ο συνηρημένος τύπος πλεῖν χρησιμοποιείται από τους Αττ. συγγραφείς, πλεῖν ἢ τριάκονθ' ἡμέρας, σε Αριστοφ.· πλεῖν ἢ χιλίας (ενν. δραχμάς), στον ίδ. κ.λπ.· αλλά το συχνά παραλείπεται, όπως στα Λατ. quam μετά το plus, πλεῖν ἑξακοσίας, στον ίδ.· ομοίως, ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα, Λατ. annos plus septuaginta natus, σε Πλάτ.· κωμικές φράσεις, πλεῖνἢ μαίνομαι, μου αρέσει υπερβολικά, σε Αριστοφ. γ) ο πληθ. πλείω χρησιμοποιείται επίσης όπως το πλέον, σε Θουκ., Δημ.
πλειών, -ῶνος, (πλέος), μια πλήρης χρονική περίοδος, ένας ολόκληρος χρόνος, σε Ησίοδ.