Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλατύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλᾰτύς, -εῖα, , Ιων. θηλ. πλατέα· I. 1. φαρδύς, πλατύς, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰπόλια πλ. αἰγῶν, ευρύ κοπάδι, δηλ. πλατιά απλωμένο (σε μεγάλη έκταση), σε Όμηρ.· πλατεῖαι πρόσοδοι, σε Πίνδ. 2. επίπεδος, πλατύς, σε Ηρόδ., Πλάτ.· κάρυα τὰ πλατέα, δηλ. τα κάστανα, σε Ξεν. 3. λέγεται για άνθρωπο, μεγαλόσωμος, σε Σοφ. 4. μεταφ., πλατὺς κατάγελως, ευρεία (δηλ. ολοφάνερη) κοροϊδία, σε Αριστοφ.· ουδ. ως επίρρ., ευρέως, επίπεδα, απλώς, στον ίδ. 5. πλατεῖα (ενν. ὁδός), , δρόμος, Λατ. platea, σε Ξεν.· — (ενν. χείρ), το πλατύ μέρος της παλάμης, σε Αριστοφ. II. αλμυρός, γλυφός, σε Ηρόδ.