LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλατύνω"
- πλᾰτύνω, μέλ. -ῠνῶ, (πλατύς), πλατύνω, κάνω πλατύ, σε Κ.Δ. — Μέσ., πλατύνεσθαι γῆν, πλαταίνω τη γη, ευρύνω το έδαφός μου, σε Ξεν. — Παθ., αναπτύσσομαι σε πλάτος, ευρύνομαι, πλαταίνω, σε Ανθ.· μεταφ., ἡ καρδία πεπλάτυνται, είναι ανοιχτή, διευρυμένη, σε Κ.Δ.
- πλᾰτύ-νωτος, -ον, αυτός που έχει πλατιά νώτα, σε Βάτραχομ.