Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλατύνω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πλᾰτύνω, μέλ. -ῠνῶ, (πλατύς), πλατύνω, κάνω πλατύ, σε Κ.Δ.Μέσ., πλατύνεσθαι γῆν, πλαταίνω τη γη, ευρύνω το έδαφός μου, σε Ξεν.Παθ., αναπτύσσομαι σε πλάτος, ευρύνομαι, πλαταίνω, σε Ανθ.· μεταφ., ἡ καρδία πεπλάτυνται, είναι ανοιχτή, διευρυμένη, σε Κ.Δ.
πλᾰτύ-νωτος, -ον, αυτός που έχει πλατιά νώτα, σε Βάτραχομ.