Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλανάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλᾰνάω, μέλ. -ήσω, Παθ. και Μέσ. μέλ. -ήσομαι και -ηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπλανήθην, παρακ. πεπλάνημαι· (πλάνηI. 1. όπως το πλάζω, κάνω κάποιον να περιπλανηθεί, οδηγώ κάποιον στην περιπλάνηση, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· παρασύρω από την υπόθεση κατά τη διάρκεια της συζήτησης, σε Δημ. 2. οδηγώ εσφαλμένα, παραπλανώ, εξαπατώ, σε Σοφ., Πλάτ. II. 1. Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, ξεστρατίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· με αιτ. τόπου, τριγυρίζω παντού, Λατ. oberrare, σε Ευρ.· αλλά με σύστ. αντ., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανᾶσθαι, περιφέρομαι ολόγυρα όπως σε λαβύρινθο, σε Ξεν.· λέγεται για φήμες, περιπλανώμαι μακριά από την αλήθεια, σε Σοφ. 2. απομακρύνομαι από το θέμα της συζήτησης, παρεκτρέπομαι, σε Ηρόδ. 3. με γεν., πλαναθεὶς καιροῦ, έχασε την ευκαιρία, απέτυχε, σε Πίνδ. 4. κάνω κάτι χωρίς τάξη και στην τύχη, σε Ηρόδ.· ἐνύπνια τὰἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα, έχουν έρθει σ' αυτούς με αταξία, στον ίδ. 5. πλανιέμαι νοερά, είμαι ονειροπόλος, στον ίδ., Αισχύλ.