LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλίνθος"
- πλίνθος, ἡ, τούβλο, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· πλίνθους ἑλκύσαι, εἰρύσαι, Λατ. ducere lateres, κατασκευάζω τούβλα, σε Ηρόδ.· ὀπτᾶν, τα ψήνω, στον ίδ.