Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλήρωσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλήρωσις, (πληρόω),· 1. συμπλήρωση, γέμισμα, σε Πλάτ.· συχνά λέγεται για φαγητό και ποτό, ο κορεσμός, στον ίδ. 2. συμπλήρωση ενός αριθμού, σε Ηρόδ.