Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλήρης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλήρης, -ες, γεν. -εος, συνηρ. -ους· συγκρ. -έστερος, υπερθ. -έστατος· (πλέοςI. 1. με γεν., πλήρης, γεμάτος από κάτι, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. μεστός ή μολυσμένος από, πλήρης ὑπ'οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, μιασμένο από πουλιά και σκύλους με κρέας (το οποίο έχει ξεσχιστεί από το σώμα του Πολυνείκη), σε Σοφ. 3. κορεσμένος από κάτι, στον ίδ.· πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, κοιτούσε κορεσμένος, σε Ηρόδ. II. σπανίως με δοτ., κορεσμένος με, σε Ευρ. III. 1. απόλ., πλήρης, γεμάτος, λέγεται για φουσκωμένο ποταμό, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη σελήνη, στον ίδ.· λέγεται για κύπελα, σε Ευρ.· ιδίως, γεμάτος με ανθρώπους, σε Αριστοφ. 2. γεμάτος, πλήρης, λαβεῖν τι πλῆρες, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για αριθμούς, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, τέσσερα ολόκληρα χρόνια, σε Ηρόδ.