Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλέως"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλέως, πλέᾱ, πλέον, πληθ. πλέῳ, πλέᾳ, πλέᾱ· Ιων. πλέος, , -ον, Επικ. πλεῖος, , -ον (πίμ-πλημιI. 1. γεμάτος από κάποιο πράγμα, με γεν., πλεῖαι οἴνου κλισίαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. ῥάκη νοσηλείας πλέα, κουρέλια μολυσμένα από τις πληγές του, σε Σοφ. II. 1. απόλ., γεμάτος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. λέγεται για χρόνο, πλήρης, συμπληρωμένος, δέκα πλείους ἐνιαυτοὺς, δέκα ολόκληρα χρόνια, σε Ησίοδ. III. συγκρ. πλειότερος, σε Ομήρ. Οδ.