Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλέκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλέκω, μέλ. πλέξω, αόρ. αʹ ἔπλεξα, παρακ. πέπλεχα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐπλεξάμηνΠαθ., μέλ. πλεχθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπλέχθην· αλλά αόρ. βʹ ἐπλάκην [ᾰ], παρακ. πέπλεγμαι· I. πλέκω, στρίβω, συστρέφω, ελίσσω, πλέκω κοτσίδα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.Μέσ., πεῖσμα πλεξάμενος, έπλεξε γύρω μου ένα σχοινί, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., κράνεα πεπλεγμένα, τα πλεκτά, σε Ηρόδ.· σειραὶ πεπλεγμέναι ἐξ ἱμάντων, στον ίδ. II. 1. μεταφ., σχεδιάζω, επινοώ, μηχανεύομαι, όπως τα ῥάπτειν, ὑφαίνειν, λέγεται κυρίως για ύπουλα μέσα, πλέκω δόλον, σε Αισχύλ.· μηχανάς, σε Ευρ.· παντοίας παλάμας, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για ποιητές, πλέκω ὕμνον, ῥήματα, σε Πίνδ.· πλέκω λόγους, σε Ευρ. 3. στην Παθ., περιπτύσσομαι, περιβάλλομαι από κάποιον, αγκαλιάζομαι, σε Αισχύλ.