LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πλάτανος"
- πλάτᾰνος, ἡ, μεταγεν. τύπος του πλατάνιστος, ανατολίτικος, ασιάτικος πλάτανος, Λατ. platanus, σε Αριστοφ., Πλάτ. (από το πλατύς επειδή έχει πλατιά φύλλα).