Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. πλάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔπλᾰσα, ποιητ. ἔπλασσα, Επικ. πλάσσα· παρακ. πέπλᾰκα· Μέσ. αόρ. αʹ ἐπλασάμην· Παθ. αόρ. αʹ ἐπλάσθην, παρακ. πέπλασμαι· I. σχηματίζω, διαπλάθω, διαμορφώνω, μορφοποιώ, Λατ. fingere, κυρίως λέγεται για καλλιτέχνη που εργάζεται με πηλό ή κερί, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· τὴν ὑδρίαν πλάσαι, πλάθω πήλινο σκεύος για νερό, σε Αριστοφ.· ἔπλαττεν οἰκίας, έφτιαχνε πήλινα σπίτια, στον ίδ.Παθ., σχηματίζομαι, πλάθομαι, ὁ μὲν πλάσσεται, κάποιος είναι κατασκευασμένος, σχηματίζεται, σε Ηρόδ. II. γενικά, διαπλάθω και διαμορφώνω με την εκπαίδευση, σε Πλάτ. III. πλάθω στο νου, σχηματίζω νοητικά την έννοια ενός πράγματος, στον ίδ. IV. τοποθετώ σε συγκεκριμένη φόρμα — Μέσ., πλασάμενος τῇ ὄψει, ἔδωσε μορφή στο πρόσωπό του, ρύθμισε τις εκφράσεις του προσώπου του, σε Θουκ. V. μεταφ., καλύπτω, επινοώ, παραποιώ, πλάθω, σε Σοφ., Δημ.· απόλ., πλάσας λέγειν, λέω πλαστές ιστορίες, δηλ. όχι την αλήθεια, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.Παθ., οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος, όχι πλαστός, σε Αισχύλ.